Ἡ μεγάλη ψαριά
(Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Δοτήρας κάθε αγαθού είναι ο Κύριος. Κι όλα τα δώρα του Θεού είναι τέλεια. Έχουν τέτοια τελειότητα, που κάνουν τους ανθρώπους να θαυμάζουν. Το θαύμα δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ένα δώρο του Θεού, αξιοθαύμαστο. Οι άνθρωποι θαυμάζουν τα δώρα του Θεού, λόγω της τελειότητάς τους.
«Όπως μη καυχήσηται πάσα σαρξ ενώπιον του Θεού» (Α’ Κορ. α’ 29). Η σάρκα είναι όπως το χορτάρι, που περιμένει να ολοκληρωθούν οι μέρες του κι έπειτα να ξεραθεί, να γίνει στάχτη. Είθε ο παντοδύναμος Κύριος να μας φυλάξει όλους από τη σκέψη πως είναι δυνατό να κάνουμε κάτι καλό χωρίς τη βοήθεια και την ευλογία Του.
Είθε η σημερινή περικοπή του ευαγγελίου να λειτουργήσει σαν μια προειδοποίηση πως τέτοιες μάταιες σκέψεις δεν πρέπει ποτέ να γεννηθούν μέσα μας. Το σημερινό ευαγγέλιο μας διδάσκει πως οι προσπάθειες των ανθρώπων είναι μάταιες, αν ο Θεός δεν βοηθήσει. Οι απόστολοι του Χριστού ψάρευαν, μα δεν έπιαναν τίποτα. Όταν ο Χριστός όμως τους είπε να ξαναρίξουν τα δίχτυα στη θάλασσα, έπιαναν τόσα ψάρια, ώστε τα δίχτυα δεν άντεχαν το βάρος τους και σκίζονταν. Ας παρακολουθήσουμε τη διήγηση:«Εγένετο δε εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτώ του ακούειν τον λόγον του Θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ. και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην οι δε αλιείς αποβάντες απ’ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα, εμβάς δε εις εν των πλοίων, ο ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον· και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους» (Λουκ. ε’ 1-3). Αυτό ήταν ένα από τα περιστατικά που γίνονταν όταν συνάζονταν μεγάλα πλήθη για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού από τα χείλη του Χριστού. Για να τον βλέπουν και να τον ακούν όλοι, δε θα μπορούσε να διαλέξει καλλίτερο τόπο από μια βάρκα. Στην παραλία υπήρχαν δύο πλοιάρια κι οι ψαράδες ασχολούνταν με το πλύσιμο των διχτυών. Τα πλοιάρια αυτά ήταν κλασσικά μικρά ψαροκάικα, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούνται και σήμερα στη λίμνη Γεννησαρέτ. Το πλοιάριο όπου μπήκε ο Κύριος ανήκε στο Σίμωνα, τον μετέπειτα απόστολο Πέτρο. Ο Κύριος ζήτησε από το Σίμωνα ν’ απομακρύνει λίγο το πλοιάριο από την αμμουδιά κι έπειτα κάθισε εκεί κι άρχισε να διδάσκει τα πλήθη.Η ευαγγελική αυτή περικοπή είναι γεμάτη από διδαχές για μας, για τη γενιά μας, όπως και τα δίχτυα των ψαράδων ήταν γεμάτα από τα ευλογημένα ψάρια. Ας μπορούσαν οι σύγχρονοι άνθρωποι να πάρουν από το σημερινό ευαγγέλιο τουλάχιστο το μάθημα της υπακοής στο Θεό! Όλες οι άλλες διδαχές τότε θα ήταν ακόλουθές της κι όλα τα καλά που επιθυμεί η καρδιά του ανθρώπου θ’ αλιεύονταν στα χρυσά δίχτυα της ευαγγελικής υπακοής.Έχουμε μπροστά μας δύο παραδείγματα υπακοής: την υπακοή των ψαριών και την υπακοή των αποστόλων. Ποιά από τις δύο είναι πιο σπουδαία; Αυτό είναι αυταπόδεικτο. Τα ψάρια υπακούνε στην εντολή του Κυρίου και θυσιάζουν τη ζωή τους στα πόδια Του. Ο Κύριος τα δημιούργησε για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ανθρώπου.Προσέξτε όμως πώς τα ψάρια λειτουργούν και για την πνευματική του ανάγκη. Σ’ εκείνους που έχουν απομακρυνθεί από το Θεό, στους επαναστατημένους κι ανυπάκουους ανθρώπους, λειτουργούν ως παράδειγμα υπακοής στο Δημιουργό τους. Τα ψάρια αυτά δε θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερο γνωστά αν είχαν αφεθεί να ζήσουν και να κολυμπούν στη Λίμνη της Γεννησαρέτ. Εξαγόρασαν τη ζωή τους με τη μεγάλη τιμή να υπηρετήσουν το σχέδιο του Κυρίου, του Λυτρωτή, σαν παράδειγμα και επίπληξη στον ανυπάκουο άνθρωπο. Τ’ ανεξιχνίαστο έλεος του Κυρίου είναι φανερό εδώ: ο Κύριος χρησιμοποιεί όλα τα πλάσματά Του για να επαναφέρει τον άνθρωπο στο δρόμο που έχασε, να τον αφυπνίσει, να τον διεγείρει και να τον υψώσει πάλι στην προτέρα του αξία και δόξα.«Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν» (Λουκ. ε’ 4). Την ώρα που έμπαινε στο πλοιάριο ο Κύριος στόχευε σε πολλούς στόχους. Πρώτο, του ήταν πιο εύκολο να διδάσκει τους ανθρώπους από το πλοιάριο, να τους βοηθήσει και να θρέψει τις ψυχές τους με τη γλυκιά διδαχή Του. Δεύτερο, ήξερε πως οι ψαράδες ήταν στενοχωρημένοι κι απογοητευμένοι επειδή όλη τη νύχτα είχαν κοπιάσει και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Έτσι ήθελε να τους παρηγορήσει με μια καλή ψαριά, να ικανοποιήσει τις σωματικές κι άλλες ανάγκες τους, γιατί ο Θεός φροντίζει και για το σώμα μας, όπως και για την ψυχή μας, είναι «ο διδούς τροφήν πάση σαρκί» (Ψαλμ. ρλε’ 25). Τρίτο, ο Κύριος ήθελε να ικανοποιήσει τις ψυχές των εκλεκτών Του, ενισχύοντας την πίστη τους σ’ Εκείνον, στην παντοδυναμία Του και στην απεριόριστη ευσπλαχνία Του. Τελευταίο, μα σπουδαιότερο, ο Κύριος ήθελε να κάνει ξεκάθαρο στους μαθητές Του, και μέσω αυτών σ’ όλους εμάς, πως μαζί μ’ Εκείνον και μέσω Εκείνου, όλα είναι δυνατά· πως όλοι οι κόποι των ανθρώπων χωρίς τη βοήθειά Του είναι τόσο μάταιοι, όσο άδεια ήταν και τα δίχτυα των ψαράδων που κόπιασαν όλη νύχτα και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Ο Κύριος πέτυχε το πρώτο στόχο Του και τώρα προχωρούσε στο δεύτερο. Είπε λοιπόν στο Σίμωνα να πάει στα βαθιά και να ξαναρίξει τα δίχτυα.Συνιστούμε ανεπιφύλακτα στους επισκέπτες της ιστοσελίδος μας το εξαιρετικό βιβλίο με τις ομιλίες του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς:Αν οι άνθρωποι ζούσαν με την αγνότητα και την αναμαρτησία του παραδείσου, δε θα περίμεναν από το Θεό ν’ αναστήσει νεκρούς, να πολλαπλασιάσει τους άρτους ή να γεμίσει τα δίχτυα με ψάρια, για να πουν ύστερα: «Κοιτάξτε το θαύμα!» Θα το έλεγαν αυτό για κάθε πλάσμα του Θεού, κάθε στιγμή και με κάθε ανάσα της ζωής τους. Καθώς όμως οι άνθρωποι συνήθισαν στην αμαρτία, κάθε θαύμα από τ’ αναρίθμητα που κάνει ο Θεός στον κόσμο, έχει γίνει για τους ανθρώπους συνηθισμένο θέμα. Για να μη μείνουν τα θέματα αυτά όμως τελείως απαρατήρητα, για να μην υποβιβαστούν εντελώς, ο Θεός με την ευσπλαχνία Του προς τον άρρωστο άνθρωπο του δίνει ένα ακόμα θαύμα από τ’ αμέτρητα που του έχει δωρίσει, για να τον ξυπνήσει από τη σκοτεινή και ψυχοφθόρα συνήθεια να μη βλέπει κάτι υπερφυσικό στα θαύματα.
Με κάθε θαύμα Του ο Θεός θέλει να θυμίσει στους ανθρώπους πρώτο, πως παρακολουθεί τον κόσμο, τον κυβερνά με την παντοδύναμη θέλησή Του και τη σοφία Του· δεύτερο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν χωρίς Εκείνον να κάνουν τίποτα. Καμιά προσπάθεια δεν μπορεί να ευοδοθεί χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Καμιά συγκομιδή που έγινε χωρίς την ευλογία του Θεού δε φέρνει αποτέλεσμα. Κάθε ανθρώπινη σοφία που στρέφεται ενάντια στο Νόμο του Θεού, είναι αδύνατη να κάνει καλό από μόνη της ή να προσφέρει έστω κι ένα κόκκο σινάπεως. Ακόμα κι αν φαίνεται πως κάνει καλό για κάποιο διάστημα, δεν είναι η ανθρώπινη σοφία που το πραγματοποιεί, αλλά το έλεος του Θεού που, έστω για μια φορά, δεν εγκαταλείπει ακόμα και τον σκληρότερο από τους εχθρούς Του.
Ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, δεν εκδικείται. Υπομένει τους ανθρώπους, περιμένει τη μετάνοιά τους. Θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4).
Υποταγμένος από συνήθεια σ’ αυτόν τον κόσμο, ο άνθρωπος πιστεύει μερικές φορές πως μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα χωρίς τη βοήθεια του Θεού, ακόμα κι αντίθετα στον ίδιο και στο Νόμο Του. Νομίζει ο υποταγμένος άνθρωπος πως μπορεί να γίνει καλός ή πλούσιος ή σοφός ή διάσημος μόνο με τις δικές του προσπάθειες. Αυτή η υποταγή του όμως πολύ σύντομα είτε τον οδηγεί στην απόγνωση, δίνοντάς του έτσι τη σοφία για να επιστρέψει με επίγνωση στο Θεό, είτε τον απομακρύνει, κυριευμένο από την αφόρητη αγωνία του κόσμου, ωσότου χάσει εντελώς την ανθρώπινη αξία του ή παραδοθεί κυριολεκτικά σα σκιά στα χέρια των αόρατων πονηρών δυνάμεων.
Εκείνος, αντίθετα, που πιστεύει πως ο κόσμος αυτός είναι ένα από τα θαύματα του Θεού, όπως κι ο ίδιος, ερευνά πάντα τους τρόπους της θείας πρόνοιας, παρατηρώντας με δέος την άπειρη σειρά των θαυμάτων. Τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μιλήσει όπως ο απόστολος Παύλος: «Εγώ εφύτευσα, Απολλώ επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξανεν· ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο αυξάνων Θεός» (Α’ Κορ. γ’ 6-7). Κάποια ανάλογη σκέψη εκφράζεται με μια παροιμία που υπάρχει σε πολλούς λαούς: «Ο άνθρωπος προτείνει, μα ο Θεός ρυθμίζει».
Ο άνθρωπος προτείνει σχέδια, ο Θεός τ’ αποδέχεται ή τ’ απορρίπτει. Ο άνθρωπος κάνει σκέψεις, λέει λόγια και πράττει έργα· ο Θεός είτε τα υιοθετεί είτε όχι. Τί υιοθετεί ο Θεός; Αυτά που είναι δικά Του, που προέρχονται από Εκείνον. Ό,τι δεν είναι δικό Του, δεν προέρχεται από Εκείνον, το απορρίπτει. «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμ. ρκστ’ 1). Όταν οι «οικοδομούντες» οικοδομούν στο όνομα του Θεού, θα φτιάξουν παλάτι, ακόμα κι αν τα χέρια τους είναι αδύνατα και τα υλικά τους φτωχά. Αν όμως οι οικοδομούντες χτίζουν στο δικό τους όνομα, αδιαφορώντας για το Θεό, το έργο των χεριών τους θα πέσει, όπως έγινε με τον πύργο της Βαβέλ.
Ο Πύργος της Βαβέλ δεν είναι το μοναδικό κτίσμα στην ιστορία που κατέπεσε. Υπήρχαν και πάρα πολλοί άλλοι πύργοι, που οικοδομήθηκαν από εγκόσμιους κυβερνήτες, στην επιθυμία τους να μαζέψουν όλα τα έθνη κάτω από μια οροφή – τη δική τους – και κάτω από ένα χέρι – το δικό τους. Πολλοί πύργοι πλούτου, δόξας και μεγαλείου που οικοδόμησαν ιδιώτες, με την επιθυμία να κυβερνήσουν τα πλάσματα του Θεού, το λαό του Θεού, να γίνουν δηλαδή μικροί θεοί, σκορπίστηκαν κι έγιναν καπνός. Οι πύργοι που έχτισαν όμως οι απόστολοι κι οι άγιοι, καθώς κι άλλοι θεάρεστοι άνθρωποι, δεν σκορπίστηκαν. Πολλές βασιλείες που δημιούργησε η ματαιότητα των ανθρώπων, έπεσαν και διαλύθηκαν σαν σκιά. Η αποστολική Εκκλησία όμως ζει ως σήμερα και θα στέκεται όρθια πάνω στους τάφους πολλών από τις σημερινές βασιλείες. Τα παλάτια του Ρωμαίου Καίσαρα, που πολέμησε την Εκκλησία, έγιναν στάχτη. Τα χριστιανικά σπήλαια κι οι κατακόμβες όμως παραμένουν μέχρι σήμερα. Εκατοντάδες βασιλιάδες κι αυτοκράτορες κυριάρχησαν στη Συρία, στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Τα μόνα που έχουν απομείνει από τα μαρμάρινα παλάτια τους είναι μερικές μαρμαρένιες πλάκες σε μουσεία. Τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια όμως που έχτισαν την ίδια εποχή άνθρωποι της προσευχής και ερημίτες μέσα σε χαράδρες και σε αμμουδερές ερήμους, στέκονται όρθια μέχρι σήμερα κι αναδίδουν την ευωδία των προσευχών και του θυμιάματος που ανεβαίνει στο Θεό εδώ και δεκαέξι ή δεκαεπτά αιώνες. Δεν υπάρχει δύναμη ικανή να κατεδαφίσει το έργο του Θεού. Τα ειδωλολατρικά παλάτια κι οι πόλεις καταστρέφονται, τα παραπήγματα του Θεού όμως παραμένουν όρθια. Αυτό που κρατά το δάχτυλο του Θεού στέκεται πιο σταθερά από εκείνο που κρατά ο Άτλας στους ώμους του.
***
«Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον. και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς· και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά» (Λουκ. ε 5-7). Ο Σίμων δεν ήξερε ακόμα ποιός ήταν ο Χριστός. Τον ονόμασε «επιστάτη», δηλαδή «κύριο», του έδειξε σεβασμό δηλαδή, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι. Βρισκόταν μακριά όμως από του να πιστέψει το Χριστό ως Υιό του Θεού και Κύριο. Στην αρχή παραπονέθηκε πως είχαν κοπιάσει όλη νύχτα και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι, επειδή σεβόταν το Χριστό όμως ως καλό και σοφό δάσκαλο, ήθελε να τον υπακούσει και να ξαναρίξει τα δίχτυα.
Ο Θεός δεν ανταμείβει ποτέ τους κόπους των ανθρώπων τόσο πολύ, όσο ανταμείβει μια υπάκουη καρδιά. Η ολοπρόθυμη υπακοή του Πέτρου αποδείχτηκε πολύ μεγάλη, από το γεγονός ότι έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τα λόγια του Χριστού, μ’ όλο που πρέπει να ήταν κατάκοπος και άυπνος, μούσκεμα και απογοητευμένος, μετά από μια νύχτα άκαρπης προσπάθειας. Γι’ αυτό και η υπακοή του ανταμείφθηκε αμέσως από το έλεος του Χριστού και την υπακοή των ψαριών, αφού Εκείνος που δημιούργησε τα ψάρια, τους έδωσε εντολή με το πνεύμα Του να συγκεντρωθούν και να γεμίσουν τα δίχτυα. Τα ψάρια δεν έχουν φωνή. Ο Κύριος όμως τους έδωσε εντολή με τη δική Του φωνή να πάνε στα δίχτυα, όπως με τη φωνή Του έδωσε εντολή στους ανέμους να σταματήσουν και στην ταραγμένη θάλασσα να γαληνέψει.
Τα ψάρια δεν άκουσαν τη φωνή του Κυρίου για να συναχτούν μέσα στα δίχτυα. Τά ‘φερε εκεί η δύναμή Του. Με το να μαζευτούν στα δίχτυα τόσο πολλά ψάρια, ο Κύριος αντάμειψε πλούσια την ολονύκτια προσπάθεια των ψαράδων, εξανέμισε τις ανησυχίες τους και κάλυψε τις σωματικές ανάγκες τους. Έτσι την ίδια μέρα πέτυχε και το δεύτερο στόχο Του.
Σαν είδε τόσο μεγάλο πλήθος από ψάρια, που δεν είχε δει ποτέ ως τότε στη ζωή του ο Σίμων κι ένας άλλος που ήταν μαζί του στη βάρκα, έκανε σινιάλο στους συναδέλφους του να πλησιάσουν με τη δική τους βάρκα. Και δε γέμισε μόνο η βάρκα του Σίμωνα με ψάρια, μα κι η βάρκα του Ιακώβου και του Ιωάννη. Και γέμισαν τόσο πολύ, ώστε από το βάρος των ψαριών κινδύνευαν να βουλιάξουν. Κι ίσως να είχαν βουλιάξει, αν δεν ήταν κοντά τους ο Κύριος.
«Ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασιν Ιησού λέγων· έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε. θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων η συνέλαβον. ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οι ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι» (Λουκ. ε’ 8-10). Γεμάτος δέος από το αναπάντεχο θέαμα, ο Πέτρος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Χριστού. Ούτε για μια στιγμή δεν αμφέβαλε πως τέτοια καλή ψαριά οφειλόταν στην παρουσία του Χριστού στο πλοιάριο κι όχι στις δικές του προσπάθειες. Το περιστατικό αυτό συγκλόνισε τον Σίμωνα ως τα τρίσβαθα της ψυχής του, γι’ αυτό και στη συνέχεια δεν ονόμασε πια τον Ιησού «επιστάτη», αλλά «Κύριο». Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει «επιστάτης», «αφεντικό», μα μόνο ένας Κύριος υπάρχει. Όταν άκουγε το σοφό δάσκαλο να διδάσκει τα πλήθη από το πλοίο που βρισκόταν κοντά στην ακτή, ο Σίμων τον ονόμασε «Επιστάτη» ή «Διδάσκαλο». Τώρα όμως που είδε το θαυμαστό αυτό έργο Του, τον ομολόγησε «Κύριο».
Προσέξτε πόσο πιο δυνατά μιλάνε τα έργα από τα λόγια! Αν πούμε ακόμα και τα γλυκύτερα λόγια, οι άνθρωποι θα μας αποκαλέσουν διδάσκαλους των ανθρώπων. Αν όμως τα λόγια μας τα υποστηρίζουμε με τα έργα μας, τότε θα μας ονομάσουν ανθρώπους του Θεού. Ίσως την ώρα που άκουγε ο Σίμων τα λόγια του Χριστού, να σκεφτόταν μέσα του πόσο όμορφα και σοφά διδάσκει. Ο καρδιογνώστης που τα έβλεπε όλ’ αυτά, κάλεσε μετά το Σίμωνα στα βάθη, για να του αποδείξει πως πραγματοποιεί όσα λέει.
Ας δώσουμε προσοχή στον τρόπο που μίλησε ο Σίμων στον Κύριο. Αντί να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και το θαυμασμό του για ένα τόσο μεγάλο θαύμα, εκείνος είπε: Έξελθε απ’ εμού. Το ίδιο δε ζήτησαν οι κάτοικοι των Γαδάρων από το Χριστό όταν θεράπευσε το δαιμονισμένο; Το ίδιο ζήτησαν κι εκείνοι, μα δεν είχαν το ίδιο κίνητρο με τον Πέτρο. Οι Γαδαρηνοί απομάκρυναν το Χριστό από τον τόπο τους από πλεονεξία, επειδή οι δαίμονες που έβγαλε ο Χριστός από το δαιμονισμένο οδήγησαν τους χοίρους στον πνιγμό. Ο Πέτρος όμως συνέχισε: ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι. Ο λόγος που ζήτησε ο Πέτρος από τον Κύριο να φύγει από κοντά του, ήταν η αίσθηση της αμαρτωλότητας και της αναξιότητάς του.
Η αίσθηση αυτή της αμαρτωλότητας ενώπιον του Θεού είναι μια πολύτιμη πέτρα για την ψυχή. Ο Κύριος την εκτιμά περισσότερο απ’ όλους τους τυπικούς ύμνους δοξολογίας κι ευχαριστίας. Όταν ο άνθρωπος ψάλλει πολλούς τέτοιους ύμνους στο Θεό χωρίς την αίσθηση της αμαρτωλότητάς του, δεν ωφελείται καθόλου. Η αίσθηση της αμαρτωλότητας οδηγεί στη μετάνοια, η μετάνοια οδηγεί στο Χριστό κι ο Χριστός πραγματοποιεί την αναγέννηση. Η αίσθηση της αμαρτωλότητας είναι το ξεκίνημα στο δρόμο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος που έχει περιπλανηθεί πολύ σε παραπλανητικούς δρόμους, δεν έχει τίποτα καλλίτερο να κάνει από το να βρει το σωστό δρόμο. Κι όταν τον βρει, το μόνο που του απομένει είναι να τον ακολουθήσει, χωρίς να κοιτάξει προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά του. Τί ωφέλησε τον Φαρισαίο η προσευχή που έκανε στην εκκλησία, όταν προσπαθώντας να εγκωμιάσει το Θεό, εγκωμίαζε τον εαυτό του; Δε δικαιώθηκε ενώπιον του Θεού, όπως έκανε ο τελώνης που χτυπούσε το στήθος του κι έκραζε: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ!» (Λουκ. ιη’ 13).
Αυτό ήταν το ξεκίνημα της μύησης του Πέτρου στην πίστη του Χριστού. Η ολοκλήρωση έγινε αργότερα, όταν πολλοί από τους ακόλουθους του Χριστού άρχισαν ν’ απομακρύνονται από το Χριστό, ενώ ο Πέτρος του είπε: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (Ιωάν. στ’ 68). Τώρα όμως, στο ξεκίνημα, κατάπληκτος από τη δύναμη του Χριστού, του λέει: Άπελθε απ’ εμού.
Ο Πέτρος δεν ήταν ο μοναδικός που καταλήφθηκε από δέος. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, οι γιοί του Ζεβεδαίου, καθώς κι όλοι οι άλλοι που ήταν μαζί τους, βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Όλοι τους ξεκίνησαν με φόβο για τον Κύριο, και τέλειωσαν με αγάπη για Εκείνον. Όπως διαβάζουμε στις Παροιμίες, «αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου» (Παρ. α’ 7).
Στο φόβο που ένιωθε ο Πέτρος, καθώς γονάτιζε μπροστά Του, ο εύσπλαχνος και πάνσοφος Κύριος απάντησε: «μη φοβού· από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» (Λουκ. ε’ 10). Ο κόσμος αυτός είναι μια θάλασσα γεμάτη πάθη, η Εκκλησία Μου είναι πλοίο και το Ευαγγέλιό μου δίχτυ, όπου θ’ αλιεύσεις ανθρώπους. Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Μαζί μου όμως θα έχετε τόσο καλές ψαριές, που θα γεμίσουν τα δίχτυα σας. Φτάνει να είστε υπάκουοι σε Μένα, όπως κάνατε και σήμερα. Και τότε δε θα σας φοβίζει κανένα βάθος και ποτέ δε θα γυρίσετε με άδεια χέρια από το ψάρεμα.
«Και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ» (Λουκ. ε’ 11). Εγκατέλειψαν τα πλοιάρια. Ας τα πάρουν άλλοι κι ας τα κάνουν ό,τι θέλουν. Ο Πέτρος άφησε και το σπίτι του και τη γυναίκα του. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης άφησαν το σπίτι και τον πατέρα τους. Κι όλοι τους τον ακολούθησαν. Για ποιό λόγο να στενοχωρηθούν; Δεν είχαν αγωνιστεί όλη νύχτα άσκοπα; Εκείνος που μπορεί να κάνει τα πάντα, θα μπορούσε να θρέψει κι αυτούς και τις οικογένειές τους. Εκείνος που στολίζει τα κρίνα του αγρού και τα κάνει πιο θαυμαστά ακόμα κι από το βασιλιά Σολομώντα, ο ίδιος θα φροντίσει και για το δικό τους ντύσιμο. Η τροφή και το ντύσιμο είναι το ελάχιστο που έχουν να φροντίσουν. Εδώ ο Κύριος τους καλεί στο μέγιστο: στη βασιλεία του Θεού. Όταν μπορεί να τους δώσει το μέγιστο, είναι δυνατό να μην μπορέσει να τους δώσει το ελάχιστο; Ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος έγραψε αργότερα: «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν, ότι αυτώ μέλλει περί υμών» (Α Πέτρ. ε’ 7). Τέλος, αν τον υπακούν ακόμα και τα κωφάλαλα ψάρια στο νερό, πως δε θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό οι άνθρωποι αυτοί, τα λογικά όντα;
Ολόκληρο το περιστατικό αυτό έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Το πλοίο σημαίνει το σώμα. Τα σχισμένα δίχτυα σημαίνουν το παλιό πνεύμα του ανθρώπου. Τα βάθη της θάλασσας σημαίνουν το βάθος της ψυχής του ανθρώπου. Όταν ο Κύριος κατοικεί σ’ έναν υπάκουο άνθρωπο, τότε ο άνθρωπος αυτός απομακρύνεται από την ακτή του υλικού κόσμου και πηγαίνει από τις αισθητικές σκιές στα πνευματικά βάθη. Στα βάθη αυτά ο Κύριος του αποκαλύπτει τ’ αμέτρητα πλούτη των δωρεών Του, για τις οποίες αγωνιζόταν μάταια σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Οι δωρεές αυτές είναι τόσο μεγάλες, ώστε το παλιό πνεύμα δεν μπορεί να τις αντέξει και σχίζεται. Γι’ αυτό είπε ο Κύριος πως δε βάζουν καινούργιο κρασί σε παλιά ασκιά.
Όταν ο υπάκουος άνθρωπος βλέπει τ’ αρίφνητα πλούτη των δωρεών Του, γεμίζει δέος και κατάπληξη τόσο για την παντοδυναμία του Θεού, όσο και για τις δικές του αμαρτίες. Θα ήθελε σ’ αυτήν την περίπτωση να κρυφτεί από το Θεό, να φύγει ο Θεός από κοντά του κι ο ίδιος να γυρίσει στο παλιό του πνεύμα και στην παλιά του ζωή. Μόλις όμως η λαμπρότητα του Θεού κι η ευσπλαχνία Του αποκαλυφθούν στον άνθρωπο, τότε του φανερώνεται ακαριαία η αμαρτωλότητα κι η αναξιότητά του, η αποξένωσή του απ’ Αυτόν.
Ο Θεός δε θα εγκαταλείψει τον άνθρωπο που έχει οδηγήσει στα βάθη. Δε θα λάβει σοβαρά την κραυγή του έξελθε απ’ εμού. Ξέρει ότι η κραυγή αυτή βγαίνει από έναν άρρωστο άνθρωπο, γι’ αυτό και του δίνει θάρρος και τον παρηγορεί με τα λόγια, «μη φοβού».
Όταν ο Θεός χορηγεί σ’ έναν υπάκουο άνθρωπο τα θεϊκά κι ανεκλάλητα χαρίσματά Του, δε θέλει τα χαρίσματα αυτά να σταματήσουν σ’ εκείνον, όπως το τάλαντο που έκρυψε ο πονηρός δούλος στη γη. Ο Θεός ζητάει από τον υπάκουο άνθρωπο να μοιραστεί τα χαρίσματά του με άλλους. Γι’ αυτό ο Πέτρος κάλεσε τους ανθρώπους του άλλου πλοιαρίου να κάνουν χώρο για να βάλουν κι εκεί ψάρια. Μοίρασαν τη σοδειά τους με τους αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη, καθώς και με τους συντρόφους τους. Ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης κι οι σύντροφοί τους κουράστηκαν κι αυτοί για να σύρουν τα δίχτυα, ν’ αδειάσουν τα ψάρια και να κωπηλατήσουν ως την ακτή. Κάθε υπάκουος άνθρωπος που λαβαίνει το δώρο του από κάποιον άλλον, πρέπει να ξέρει πως το δώρο αυτό προέρχεται από το Θεό, όχι από άνθρωπο. Έτσι πρέπει αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, ν’ αρχίσει να εργάζεται για τη διατήρηση, τον πολλαπλασιασμό και τη μετάδοση του δώρου.
Τί σημαίνει τώρα το γεγονός των υπάκουων ψαράδων που τράβηξαν τα πλοιάριά τους στην ακτή, τα εγκατέλειψαν, όπως κι οτιδήποτε άλλο κατείχαν κι ακολούθησαν το Χριστό; Πως ο άνθρωπος που είναι προικισμένος από το Θεό, όταν προχωρεί στα βαθιά, εγκαταλείπει το σώμα με τα πάθη του, καθώς και κάθε εφάμαρτο δεσμό με το οποίο ήταν δεμένος ως τότε, εγκαταλείπει δηλαδή τα πάντα. Εγκαταλείπει όχι μόνο το σώμα και τους δεσμούς του, αλλ’ ακόμα και το παλιό πνεύμα του με όλες τις ιδέες του. Και τότε ακολουθεί Εκείνον που ντύνει όσους καλεί με το νέο ένδυμα της σωτηρίας, που καλεί πάντα τους υπάκουους πιστούς στα πνευματικά βάθη.
Ο Κύριος είπε πως ο Πέτρος θα γίνει αλιέας ανθρώπων. Από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών. Αυτό σημαίνει πως οι απόστολοι, οι επίσκοποι, οι λοιποί κληρικοί, καθώς και όλοι οι χριστιανοί, που ο Θεός τους προίκισε με τα χαρίσματά Του, πρέπει να εργαστούν με αγάπη για να ψαρέψουν – δηλαδή να σώσουν – όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούν, με τη βοήθεια των χαρισμάτων τους. Ο καθένας θ’ αγωνιστεί ανάλογα με το χάρισμά του: Εκείνος που έλαβε πολλά χαρίσματα θά ‘χει πλουσιότερη σοδειά, όποιος έλαβε λιγότερα θά ‘ναι λιγότερο υπεύθυνος, όπως φαίνεται κι από την παραβολή των ταλάντων. Ο δούλος που έλαβε πέντε τάλαντα έφερε δέκα, ο άλλος που έλαβε δύο τάλαντα, έφερε τέσσερα. Κανένας όμως δεν πρέπει να υπερηφανευτεί για τα χαρίσματα του Θεού σα νά ‘ταν δικά του, να τα κρύβει από τους ανθρώπους και να τα θάβει στον τάφο του σώματός του. Τέτοιος άνθρωπος θα κατακριθεί από μόνος του στη γέεννα του πυρός, εκεί που είναι ο βρυγμός κι ο τρυγμός των οδόντων.
***
Το παράδειγμα της υπακοής των αποστόλων είναι επίσης συγκινητικό. Οι απλοί άνθρωποι συνήθως έχουν πιο στενούς δεσμούς με τα σπίτια και τις οικογένειές τους από τους κοσμικούς ανθρώπους. Οι κοσμικοί έχουν πολλούς και ποικίλους δεσμούς με τον κόσμο. Κι αν ακόμα χαλαρώσει ένας δεσμός τους, έχουν πολλούς άλλους. Κι όμως, οι απλοί ψαράδες τα εγκατέλειψαν όλα, έσπασαν τους λίγους αλλά πολύ δυνατούς δεσμούς τους με τον κόσμο, με τα σπίτια και τις οικογένειές τους και ακολούθησαν τον Κύριο στα μεγάλα και πλούσια πνευματικά βάθη χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, παρά μόνο τον εαυτό τους. Ο χρόνος έδειξε πως ο Κύριος τους αντάμειψε πλούσια για την υπακοή τους. Αναδείχτηκαν στύλοι της Εκκλησίας του Θεού στη γη και μεγάλοι άγιοι στην ουράνια βασιλεία Του. Ας βιαστούμε λοιπόν κι εμείς ν’ ακολουθήσουμε το παράδειγμα της υπακοής τους. Η νύχτα της επίγειας διαδρομής μας τελειώνει. Όλοι οι κόποι της νύχτας είναι έτσι κι αλλιώς μάταιοι, τα δίχτυα μας είναι άδεια, οι καρδιές μας γεμάτες κακία, οι ψυχές κι ο νους μας λιμοκτονούν, αφού έχουν στερηθεί τη βοήθεια του Θεού.
Ο πράος Κύριος στέκεται δίπλα στο πλοίο του καθενός μας και μας καλεί. Εκείνος, ο παντογνώστης Δημιουργός, ζητάει από τον καθένα μας να τον αφήσουμε να μπει στο πλοίο και να ταξιδέψουμε μαζί Του μακριά από τις σκιές και τις φουρτούνες της ζωής, στα μεγάλα βάθη της πνευματικής θάλασσας. Εκεί θα γεμίσουμε το πλοίο μας με όλα τα αγαθά που επιθυμούμε. Ας τον υπακούσουμε τώρα, την ώρα που μας καλεί, γιατί όταν χαράξει η μέρα δε θα τον δούμε πια ως αιτούντα, αλλ’ ως Κριτή. Ας μην απορρίψουμε το αίτημά Του να μπει στην καρδιά και στην ψυχή μας, όπως δεν το απέρριψε ο Πέτρος. Δε μας το ζητάει για δική Του χάρη, αλλά για δική μας. Να ξέρεις πως δεν είναι εύκολο στον Πάναγνο να μπει κάτω από ακάθαρτη στέγη. Να ξέρεις πως αυτό που κάνει είναι θυσία, που την κάνει όμως από αγάπη για μας. Δε μας ζητάει να μπει μέσα για να πάρει, άλλα για να δώσει. Το μόνο που θέλει, είναι να δεχτούμε τη βοήθεια και τη θυσία Του. Αδελφοί μου, ας αφουγκραστούμε τη φωνή που μας καλεί, προτού φτάσει στ’ αυτιά μας η φωνή του Κριτή.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013)
Comments are closed.